Το σύνδρομο του καλού παιδιού -πολλοί θεραπευτές το αποκαλούν και ως το αρχέτυπο του “Χρυσού παιδιού”- δεν αναφέρεται μόνο στην εικόνα αλλά και στην συμπεριφορά ενός ανθρώπου.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της εικόνας θα μπορούσαν να είναι πως :
- Ένα καλό παιδί μπορεί να μην κάνει φασαρία ή να φωνάζει και δεν θα ενοχλούσε τους γύρω του. Αντίθετα θα κάθονταν ήσυχα στη θέση του και θα άφηνε τους μεγάλους να μιλήσουν.
- Επίσης δεν παραπονιέται, δεν δυσαρεστείται και δεν αντιμιλά.
- Ο θυμός και η στεναχώρια δεν είναι συναισθήματα που θα έπρεπε να εκφράζονται από ένα καλό παιδί αφού στην περίπτωση που ενοχλήθηκε από κάτι ή κάποιον, δεν θα πρέπει δείξει αυτή του την ενόχληση.
- Ένα καλό παιδί, κάνει καλά τα μαθήματά του, πηγαίνει όπου θέλουν να το πάνε οι γονείς του, ακούει σε όλα τα πρέπει και τους κανόνες των μεγάλων κλπ.
- Επιπλέον, δεν μπορεί να πει όχι ή να αντιδράσει , καθώς κάτι τέτοιο μπορεί να έχει αρνητικά αποτελέσματα και κυρώσεις για το ίδιο.
Οι κίνδυνοι του Καλού Παιδιού είναι ότι τα παιδιά μαθαίνουν να καταπιέζουν τον πραγματικό τους εαυτό, τα θέλω τους, τα συναισθήματά τους και να κρατούν μυστικά μακριά από τους γονείς τους. Συχνά υφίστανται περισσότερη κακοποίηση από τα περισσότερα παιδιά και δυσκολεύονται να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Αυτό μπορεί να προκαλέσει μια τεράστια ποσότητα συγκρατημένου θυμού.
Είναι οδυνηρό το συναίσθημα του να θέλουν πάντα να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των άλλων, ενώ συνήθως είναι μία συμπεριφορά που τους συνοδεύει δια βίου -«ο καλός ενήλικας». Για ορισμένα παιδιά, αυτό μπορεί να τους οδηγήσει μέχρι και στην απόσυρση από την κοινωνία λόγω του φόβου ότι δεν είναι «αρκετά καλά». Έχουν μια συνεχή ανάγκη για ευχαρίστηση των ανθρώπων και αν δεν το καταφέρνουν μπορεί να οδηγηθούν σε απογοήτευση και φόβο ότι δεν είναι αρκετά καλοί. Δεν τους αρέσει να διαφωνούν με τους άλλους και συνήθως ακολουθούν αυτά που τους λένε χωρίς να προβάλλουν οποιαδήποτε αντίσταση ενώ ως επί το πλείστο δεν υπερασπίζονται τον εαυτό τους από φόβο για τις αντιδράσεις που μπορεί να συναντήσουν.
Πιο αναλυτικά :
Φαινομενικά το “Καλό Παιδί” λειτουργεί καλά τόσο για τους γονείς όσο και για τα παιδιά όταν αυτά βρίσκονται σε μικρή ηλικία αφού δίνουν την αίσθηση ομαλότητας μέσα στην οικογένεια, αλλά καθώς αρχίζουν να μεγαλώνει γίνονται προφανείς και οι αρνητικές επιπτώσεις. Πιο συγκεκριμένα, στα πρώτα χρόνια της ζωής μπορεί να λειτουργούν “ρολόι” οι οδηγίες του καλού παιδιού, αλλά καθώς αναπτύσσεται η αίσθηση του εαυτού, παράλληλα αναπτύσσεται και η αυτοεκτίμηση και αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι εκτιμώνται αν είναι καλά παιδιά. Συνεπώς, “συλλαμβάνοντας” αυτή την σκέψη, οδηγούνται συχνά στην αντίληψη πως η αξία τους και η αγάπη που θα δέχονται από τους γονείς τους συνδέεται με το αν είναι καλά παιδιά.
Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν οι ιδιότητες που καθορίζουν τον “τίτλο του καλού παιδιού” όχι μόνο αυξάνονται, αλλά γίνονται απρόσιτες. Αυτό μπορεί να συμβαίνει είτε επειδή οι προσδοκίες έχουν τεθεί πολύ υψηλές είτε μπορεί να έρχονται σε αντίφαση με αυτό που επιθυμούν τα ίδια. Έτσι λοιπόν, μετατρέπονται από ένα παιδί που δεν κάνει φασαρία, δεν αντιμιλάει και ακολουθεί ρητές εντολές, σε ενήλικες που συμπεριφέρονται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο.
Πιο συγκεκριμένα, μεγαλώνοντας δεν ικανοποιούν ποτέ τις ανάγκες τους, τις καταπιέζουν, αλλά ενδίδουν στις ανάγκες των άλλων αφού μαθαίνουν πως αυτός είναι ο μόνος τρόπος να λάβουν αγάπη και αποδοχή, Επίσης, προσαρμόζονται και σκέφτονται την ευημερία των άλλων ανθρώπων, λειτουργούν με άρνηση προς τα αρνητικά τους συναισθήματα αφού δεν τους “επιτρέπεται” να τα βιώσουν, ενώ πολύ σημαντικό είναι πως υποφέρουν και βιώνουν αρκετά έντονα το άγχος της ενδεχόμενης απόρριψης, σε σημείο να γίνονται αποφευκτοί με τους ανθρώπους. Και ο κατάλογος των χαρακτηριστικών που πρέπει να φέρουν γίνεται όλο και πιο μακρύς και εξαντλητικός καθώς γίνονται ενήλικες, ενώ αντιδρούν σε πολλές περιπτώσεις αρκετά έντονα όταν αρχίσουν να το αντιλαμβάνονται αφού έχουν περίσσεια συσσωρευμένου θυμού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Lavin, M. E. (1993). The golden child phenomenon. Pacifica Graduate Institute.