Τα μοτίβα σχέσεων που σχηματίζονται κατά τους πρώτους συναισθηματικούς δεσμούς της ζωής μας με τους φροντιστές αναφέρονται στην βιβλιογραφία σαν “στυλ προσκόλλησης”. Αυτά τα πρώιμα μοτίβα παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των παιδιών, στην ανάπτυξή τους, καθώς και στους τρόπους με τους οποίους σχετίζονται με τους υπόλοιπους ανθρώπους στην ενήλικη ζωή. Μαθαίνοντας περισσότερα για το στυλ που έχετε αναπτύξει κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ζωής σας (ασφαλές, αγχώδες, αποφευκτικό ή αποδιοργανωμένο), θα μπορείτε να αναγνωρίσετε καλύτερα τυχόν δυσκολίες με τις οποίες μπορεί να έρθετε αντιμέτωποι στις διαπροσωπικές σας σχέσεις.
Τι είναι η προσκόλληση;
Τα πρώτα ψήγματα πάνω στην έρευνα στην προσκόλληση δημιουργήθηκαν από τις θεωρίες του Σίγκμουντ Φρόιντ γύρω από την ιδέα ότι ο συναισθηματικός δεσμός που αναπτύσσεται μεταξύ της μητέρας και του νεογνού είναι τα θεμέλια στα οποία θα βασιστούν όλες οι επόμενες σχέσεις που θα δημιουργήσει το άτομο.
Ορόσημο στην έρευνα της προσκόλλησης ήταν η συμβολή του John Bowlby που συμμερίστηκε την ψυχαναλυτική άποψη ότι η ποιότητα των πρώιμων εμπειριών είναι καθοριστικές ως προς την επιρροή τους στην ανάπτυξη των παιδιών, έχει επιπτώσεις στα συναισθήματα ασφάλειας που μπορεί να αισθάνονται αλλά και στην δυνατότητά τους να δημιουργούν σχέσεις εμπιστοσύνης στη μετέπειτα ενήλικη ζωή.
Σύμφωνα με τον Bowlby, η προσκόλληση εξελίσσεται σε 4 στάδια.
- Από την γέννηση έως την 6η εβδομάδα.
Στους πρώτους 6 μήνες της ζωής το νεογνό χτίζει την επικοινωνία με το περιβάλλον μέσω σινιάλων αντιδράσεων (κλάμα, χαμόγελο κ.α.) Κατά την διάρκεια αυτών των εβδομάδων μπορούν να αναγνωρίζουν την μητέρα τους από την μυρωδιά, την φωνή και τα χαρακτηριστικά του προσώπου, ενώ φαίνεται να μην έχουν αναπτύξει δεσμό προσκόλλησης προς αυτήν.
- Από την 6η εβδομάδα έως 6 με 8 μηνών.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου το νεογνό λειτουργεί πολύ διαφορετικά από ότι τις πρώτες εβδομάδες αφού η αντίληψη τους προς το περιβάλλον γίνεται καλύτερη και αρχίζουν να αναγνωρίζουν την μητέρα και να την ξεχωρίζουν σε σχέση με κάποιο τρίτο άτομο, αντιδρώντας θετικά προς αυτήν όταν την αντικρίζουν. Κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης, ξεκινούν να αντιλαμβάνονται ότι οι πράξεις τους έχουν άμεση επίδραση στα άτομα που βρίσκονται γύρω τους και επομένως αρχίζουν να αναπτύσσουν αίσθηση εμπιστοσύνης , με την έννοια ότι αν για παράδειγμα κλάψουν θα τους πάρει αγκαλιά ο γονέας.
- Από τον 6-8 μήνα έως και δύο χρονών.
Κατά την διάρκεια της τρίτης φάσης πλέον, είναι εμφανής η προσκόλληση στον γονέα αφού σε αντίθεση με τα δύο προηγούμενα στάδια κάνει εμφάνιση το άγχος του αποχωρισμού το οποίο είναι εμφανές και από την πλευρά του γονέα.
- Από τους 18 μήνες/2 χρόνων και πέρα.
Συνήθως μέχρι την ηλικία των δύο ετών το παιδί έχει αναπτύξει κατά κύριο λόγω περισσότερα γνωστικά εργαλεία αφού μπορεί να επικοινωνεί έως ενός σημείου, ενώ πλέον να αντιλαμβάνεται ότι η απουσία της μητέρας είναι μια πρόσκαιρη κατάσταση και θα επιστρέψει πίσω. Συνήθως σε αυτό το στάδιο η διαμαρτυρία από το άγχος του αποχωρισμού αρχίζει σταδιακά να μειώνεται.
Οι 4 τύποι προσκόλλησης
Μια ευρέως διαδεδομένη τεχνική με το όνομα Strange Situation που έχει σκοπό τη διερεύνηση του τύπου προσκόλλησης ανάμεσα στον κηδεμόνα και τα παιδιά ηλικίας από 1 έως 2 χρονών, σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από την Mary Ainsworth και τους συνεργάτες της, το 1978. Για τις ανάγκες της υλοποίησης αυτής της μεθοδολογίας, προσκλήθηκαν κηδεμόνες με τα παιδιά τους, στις προαναφερθείσες ηλικίες. Η διαδικασία περιλάμβανε ένα δωμάτιο με παιδικά παιχνίδια, ένα παιδί, τον κηδεμόνα του και ένα τρίτο άγνωστο άτομο, μέλος της ερευνητικής ομάδας των επιστημόνων. Οι οδηγίες ήταν οι εξής:
Αρχικά, στο δωμάτιο θα έμπαινε ο γονέας και το παιδί με σκοπό να εξερευνήσουν τον χώρο. Στην συνέχεια, ανά διαστήματα και επανειλημμένα, θα αποχωρούσε ο γονέας και θα προσέρχονταν στο δωμάτιο ο άγνωστος ενώ η ερευνητική ομάδα θα παρατηρεί και θα καταγράφει τις αντιδράσεις του νηπίου. Η συγκεκριμένη έρευνα προσέφερε πλούσια και χρήσιμη γνώση στην επιστημονική κοινότητα, αν και υπάρχουν θέματα που αφορούν την διαδικασία του πειράματος και υπόκεινται στον κώδικα ηθικής και δεοντολογίας.
Τα αποτελέσματα λοιπόν αυτής της έρευνας σχημάτισαν τέσσερεις βασικές κατηγορίες τύπων προσκόλλησης, οι οποίες είναι :
- Ασφαλής προσκόλληση.
Τα παιδιά που υπάγονται σε αυτή την κατηγορία, αντιλαμβάνονται τον γονέα ως μία ασφαλή βάση και στην περίπτωση που αποχωριστούν, δεν είναι απόλυτο ότι μπορεί να διαμαρτυρηθούν- για παράδειγμα να κλάψουν. Στην περίπτωση που κλάψουν, θα είναι πιθανόν γιατί προτιμούν την παρουσία της μητέρας έναντι του ξένου ατόμου. Σε αυτό το στυλ προσκόλλησης κύριο χαρακτηριστικό είναι η καλή επικοινωνία μεταξύ γονέα-παιδιού, στο οποίο δίνεται ο χώρος και η ασφάλεια να εκφράσει τα συναισθήματά του – είτε θετικά, είτε αρνητικά.
- Αποφευκτικό στυλ προσκόλλησης.
Σε αυτό το στυλ προσκόλλησης συναντάμε παιδιά τα οποία ο αποχωρισμός από τους γονείς δεν τους δημιουργεί κάποιο άγχος. Επίσης σημαντικό να αναφερθεί, πως κατά την διάρκεια του πειράματος, όταν έμειναν μόνα τους με το ξένο άτομο δεν αντέδρασαν, όπως και κατα την επιστροφή του γονέα στο δωμάτιο συνέχισαν να παίζουν σαν να μην είχε αλλάξει κάποια συνθήκη.
- Αμφιθυμικός τύπος προσκόλλησης.
Πριν από τον αποχωρισμό από τον κηδεμόνα, τα παιδιά αυτής της κατηγορίας, διεκδικούν την εγγύτητα με τον γονέα και συνήθως δεν απομακρύνονται από την αγκαλιά. Όταν όμως ο γονέας φεύγει, βιώνουν βαθύ άγχος το οποίο το εκφράζουν κατά την επιστροφή της μητέρας με θυμό, οργή ακόμα και πράξεις βίας, ενώ είναι δύσκολο να παρηγορηθούν γρήγορα.
- Αποδιοργανωμένο στυλ προσκόλλησης
Στο τελευταίο στυλ προσκόλλησης κύριο χαρακτηριστικό αποτελεί το υψηλό ποσοστό ανασφάλειας. Κατά τη διάρκεια της επανένωσης της μητέρας και του παιδιού, το δεύτερο αισθάνεται μπερδεμένο, μπορεί αφού ηρεμήσει να αρχίσει και πάλι να κλαίει σε ουδέτερο χρόνο ή να παρακολουθεί με παγωμένες εκφράσεις, να στέκεται ακίνητο αδυνατώντας να επεξεργαστεί τι συνέβη.
Συμπερασματικά, τα πρώτα χρόνια της ζωής μας και ο τρόπος με τον οποίο συναναστραφήκαμε με τους πρώτους σημαντικούς της ζωής μας, μπορεί να είναι ο τρόπος με τον οποίο συσχετιζόμαστε στην ενήλικη ζωή μας, αλλά όχι καθοριστικός αφού γνωρίζοντας και αναγνωρίζοντας την συμπεριφορά μας, μπορούμε να δημιουργήσουμε καλύτερες συνθήκες στην καθημερινότητά μας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Berk, L. (2015). Child development. Pearson Higher Education AU.